- περκάλι
- το перкаль (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περκάλι — το, Ν λεπτό, βαμβακερό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. percale < περσ. parqalah] … Dictionary of Greek